σταχανοφισμός

σταχανοφισμός
ο, Ν
μέθοδος οργάνωσης τής εργασίας στην πρώην Σοβιετική Ένωση με στόχο την αύξηση τής απόδοσης και τής παραγωγικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Ρώσου εργάτη Σταχάνοφ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”